-
1 кондитерский
кондитерский: \кондитерскийие изде лия τα είδη ζαχαροπλαστικής* * *конди́терские изде́лия — τα είδη ζαχαροπλαστικής
-
2 изделие
το προϊόνпрессованные - я πρεσαριστά/συμπιεσμένα - ταювелирные - я τα κοσμήματα, τα χρυσαφικάготовое - έτοιμο -, τελειωμένο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изделие
См. также в других словарях:
αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek
ζελέ — τα 1. είδη ζαχαροπλαστικής ή μαγειρικής που λαμβάνονται με βρασμό χυμού φρούτων ή λαχανικών με γλυκαντικό 2. (στον εν.) το ζελέ πήκτωμα από χυμούς διαφόρων καρπών ή χημικών ουσιών που χρησιμοποιείται για την αισθητική τού προσώπου και τού σώματος … Dictionary of Greek